- σφαιριστικῆς
- σφαιριστικόςoffem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαιριστικός — ή, ό / σφαιριστικός, ή, όν, ΝΑ [σφαιριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαίριση αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σφαιριστικός ο επιδέξιος στο να παίζει με τη σφαίρα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαιριστική (ενν. τέχνη) η επιδεξιότητα στη σφαίριση 3. φρ.… … Dictionary of Greek